δρυφάκτους

δρυφάκτους
δρύφακτος
railing
masc acc pl
δρυφακτόω
fence
imperf ind act 2nd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • προανίστημι — Α [ἀνίστημι] 1. ανεγείρω κάτι προηγουμένως («δρυφάκτους προανίστησι τῶν τεκτόνων», Ιώσ.) 2. μέσ. προανίσταμαι α) παρασκευάζω κάτι για τον εαυτό μου («ὅσα κήπων προανεστήσαντο καὶ δένδρων οἱ οἰκήτορες», Ιώσ.) β) ξεκινώ σε αγώνα δρόμου πριν από… …   Dictionary of Greek

  • υπερπηδώ — ὑπερπηδῶ, άω, ΝΜΑ [πηδῶ] 1. πηδώ πάνω από κάτι, ξεπερνώ με πήδημα (α. «υπερπήδησε την τάφρο με ευκολία» β. «εἴθ ὑπερεπήδων τοὺς δρυφάκτους πανταχῇ», Αριστοφ.) 2. μτφ. α) εξουδετερώνω, υπερνικώ (α. «υπερπήδησε πολλά εμπόδια» β. «θεοῡ... πληγὴν οὐχ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”